- ενσπείρω
- ενσπείρω, ενέσπειρα βλ. πίν. 217
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ενσπείρω — (AM ἐνσπείρω, Α και επικ. τ. ένισπείρω) [σπείρω] διαδίδω, διασκορπίζω («ενέσπειρε πανικό στον στρατό») μσν. εμφυτεύω αρχ. σπείρω σ έναν τόπο … Dictionary of Greek
παρενσπείρω — ΝΑ [ενσπείρω] σπέρνω ανάμεσα, διασπείρω, σπέρνω εδώ κι εκεί («παρενεσπάρη τούτοις», Γρηγ. Νύσσ.) νεοελλ. μτφ. ενσπείρω με δόλιο τρόπο («παρενέσπειρε διχόνοιες μεταξύ τών μελών τής οικογένειας») … Dictionary of Greek
σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… … Dictionary of Greek
εγκαταφυτεύω — ἐγκαταφυτεύω (Α) εμφυτεύω, ενσπείρω … Dictionary of Greek
εμποιώ — ( έω) (AM ἐμποιῶ) 1. προξενώ, παράγω, επιφέρω, ενσπείρω, εμφυσώ 2. (για ψυχικές καταστάσεις) εμβάλλω, κάνω να γεννηθεί, προκαλώ, δημιουργώ («ἐλπίδας ἐμποιεῑ ἀνθρώποις», Ξεν.) αρχ. 1. κατασκευάζω μέσα σε κάτι («ἐν τοῑς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῑν … Dictionary of Greek
ενισπείρω — ἐνισπείρω (Α) επικ. τ. τού ενσπείρω* … Dictionary of Greek
υπενσπείρω — Μ σπέρνω κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐνσπείρω «σπείρω σε κάποιο τόπο»] … Dictionary of Greek